οπισθογεμής

οπισθογεμής
ης, ες заряжающийся с казённой части (об оружии)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οπισθογεμής" в других словарях:

  • οπισθογεμής — ές (για όπλο) αυτός που γεμίζει από το πίσω μέρος, από το ουραίο («οπισθογεμές δίκαννο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + γεμής (< γέμω), πρβλ. εμπροσθο γεμής. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • αυτογεμής — ές (για πυροβόλα όπλα) αυτός που γεμίζει αυτομάτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία (πρβλ. εμπροσθογεμής, οπισθογεμής)] …   Dictionary of Greek

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»